- χορηγώ
- χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός]1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», Διόδ.)3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτιαρχ.1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος τού χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», Σιμων.)2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῡ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῡ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῑς ἐπιτηδείοις», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.